Το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο της περιοχής παράγεται από καλλιέργειες που αποτελούν παράδοση η οποία χρονολογείται από την μυκηναϊκή εποχή.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του εδάφους και το τοπικό μικροκλίμα είναι τα δύο κυριότερα στοιχεία της φήμης που έχει η ελιά της Κορώνης.
Η ποιότητα του ελαιόλαδου βασίζεται στις πατροπαράδοτες μεθόδους καλλιέργειας.
Η καλλιέργεια παραμένει απαράλλακτη εδώ και χιλιάδες χρόνια, οι ελιές ποτίζονται από τις εποχιακές βροχές και παράγουν μικρές αλλά εξαιρετικά ποιοτικές σοδειές .
Την προσεκτική διαλογή των καρπών ακολουθεί η πρώτη έκθλιψη τους και παραγωγή του προϊόντος με την εξαιρετική γεύση το πλούσιο άρωμα και την ανεκτίμητη αξία.
Στην μικρή μας επιχείρηση εμφιαλώνουμε το περίφημο λάδι Κορώνης από τους ιδιόκτητους ελαιώνες μας.
Δεν διαθέτουμε σήμερα ακριβή στοιχεία επιστημονικά κατοχυρωμένα για το πότε έφτασε η καλλιέργεια της ελιάς στην Μεσσηνία.
Ξέρουμε όμως ότι κατά την Μυκηναϊκή περίοδο, εδώ και 3.200-3.600 χρόνια, στην Μεσσηνία το λάδι ήταν ήδη ένα από τα βασικά προϊόντα της αγροτικής οικονομίας της εποχής. Οι εκσκαφές στο Παλάτι του Νέστορα στον Πάνω Εγκλιανό το επιβεβαιώνουν
Με την κατάπτωση του μυκηναϊκού πολιτισμού και το βούλιαγμα στον ελληνικό μεσαίωνα που ακολούθησε χρειάστηκε να φθάσουμε στην ελληνική αναγέννηση με την δημιουργία των άστεων και την έκρηξη της κλασσικής περιόδου του ελληνισμού για να ανεύρουμε ιστορικά τεκμήρια της καλλιέργειας της ελιάς και της παραγωγής του λαδιού στην Πελοπόννησο και στην Μεσσηνία όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Χωρίς αυτό να σημαίνει και την διακοπή της ελαιοκαλλιέργειας στην περίοδο του ελληνικού μεσαίωνα.
Οι ιστορικοί λένε ότι κατά την διάρκεια της κλασικής και της ελληνιστικής περιόδου η παραγωγή του λαδιού στην Πελοπόννησο και στην Μεσσηνία παρουσίαζε μια συνεχή αύξηση στα πλαίσια των συνθηκών της εποχής. Ενώ παρατηρείται μια κάμψη κατά την χιλιετηρίδα της υστερορωμαϊκής και της πρωτοβυζαντινης περιόδου.
Η αλλαγή των πολιτικών και οικονομικo-κοινωνικών συνθηκών μετά τον 10ο μχ αιώνα συνοδεύτηκε από μιά σταθερή και σημαντική άνοδο της καλλιέργειας της ελιάς και της παραγωγής του λαδιού στην Μεσσηνία.
Από τον 11ο αιώνα με την ανάπτυξη των ιταλικών θαλασσοκρατοριών η Κορώνη και η Μεθώνη γίνονται τα λιμάνια από τα οποία οι ιταλοί έμποροι εξήγαγαν στη Δύση, μεταξύ των άλλων, σημαντικές, για την εποχή, ποσότητες ελαιολάδου.
Στον 12ο αιώνα (1191) ο άγγλος περιηγητής αβάς Benedict of Peterborough αναφέρει ότι στα περίχωρα της Κορώνης “ήταν τόσα τα λιόδεντρα που κατά την γνώμη του σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου δεν υπήρχε τέτοια αφθονία λαδιού”.
Αλλά και σε άλλες περιοχές της Μεσσηνίας υπήρχε ανεπτυγμένη ελαιοκαλλιέργεια όπως μαρτυρεί και το “Χρονικό του Μορέως” της ίδιας περιόδου αναφερόμενο στην σύγκρουση, στον ελαιώνα του Κούντουρα που βρισκόταν στον μεσσηνιακό κάμπο, κατά την οποία οι σταυροφόροι νίκησαν τους ρωμιούς και επικράτησαν στην Μεσσηνία.
Αφθονούν δε οι ιστορικές μαρτυρίες του 11ου και 12ου μχ αιώνα για το ενδιαφέρον των ιταλικών θαλασσοκρατοριών προς το εμπόριο του λαδιού από τα λιμάνια της Κορώνης και της Μεθώνης.
Οι Βενετοί μετά την άφιξή τους στην Μεσσηνία στις αρχές του 13ου αιώνα εφάρμοσαν μια αγροτική πολιτική ενίσχυσης της ελαιοκαλλιέργειας στις κατεχόμενες περιοχές.
Έτσι που στον 14ο αιώνα η Μεσσηνία έγινε η πιο ελαιουργική περιοχή της Πελοποννήσου.
Οι ιστορικές μαρτυρίες επιβεβαιώνουν ότι η αύξηση της ζήτησης του λαδιού, που επήγαζε από την ανάπτυξη των ιταλικών θαλασσοκρατοριών και από την πρωτοκαπιταλιστική περίοδο που την συνόδευε, συνέχιστηκε και κατά τον τελευταίο αιώνα (τον 15ο) της πρώτης ενετοκρατίας με αποτέλεσμα την παραπέρα ανάπτυξη της ελαιοκομίας στην Μεσσηνία και εδραίωση της Κορώνης και της Μεθώνης (κι αργότερα μαζί και του Ναβαρίνου) σαν τα μεγαλύτερα εμπορικά και εξαγωγικά κέντρα της Πελοποννήσου (τα μάτια της Γαληνότατης).
Μετά την παράδοση της Πελοποννήσου από τον Δ.Παλαιολόγο (1460 ) στην Οθωμανική αυτοκρατορία στις επόμενες δεκαετίες πέρασαν κάτω από την κατοχή της και τα εδάφη της βενέτικης επικρατείας και μαζί μ’αυτά μια σημαντικά, για την εποχή, ανεπτυγμένη ελαιοκομία στην Μεσσηνία την οποία οι Οθωμανοί αξιοποίησαν ενισχύοντας την αναπτυξιακή της τάση κάτω απ’ την πίεση της πάντα αυξανόμενης ευρωπαϊκής ζήτησης.
Στους δύο αιώνες της πρώτης Τουρκοκρατίας (16ο και 17ο αιώνα) η Κορώνη και η Μεθώνη παρέμειναν σχεδόν τα αποκλειστικά κέντρα εμπορίας και εξαγωγής του λαδιού που, με την παύση του βενετικού μονοπωλίου, ανοίχτηκαν και προς τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες (Αγγλία και Γαλλία).
Την ίδια περίοδο πρέπει να ενισχύθηκε η επέκταση της ελαιοκαλλιέργειας και στην υπόλοιπη Μεσσηνία σε βάρος των άλλων αγροκαλλιεργειών: σιτάρι,κ.α.
Κατά το δεύτερο ήμισυ του 16ου αιώνα στις πιο ελαιοπαραγωγικές περιοχές της Πελοποννήσου (οι καζάδες της Μεθώνης, της Κορώνης, του Μυστρά) προστίθεται και ο καζάς της Καλαμάτας.
Είναι άξιον μνείας το γεγονός ότι ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής στον φορολογικό του νόμο αφιέρωσε ειδικό άρθρο που αφορούσε, αξιοποιούσε και ενίσχυε την ελαιοκομία της Μεθώνης η οποία είχε αξιόλογη παραγωγή λαδιού.
Έτσι με την επανάκτηση των μεσσηνιακών κάστρων από τον Μοροζίνι (1686) οι Βενετοί βρήκαν μια σχετικά ανθηρή ελαιοκομία στην Μεσσηνία.
Σε τέτοιο βαθμό που στην επαρχία της Κορώνης μοίρασαν, από τις δημευμένες περιουσίες των τούρκων, 107.000 λιόδεντρα (έναντι των 22.000 του Ναυπλίου) μεταξύ των οποίων δυο ελαιώνες με συνολικά 2.760 δέντρα στο Χαρακοπιό (αρχείο Nani).
Ο βενετός καταστιχωτής Μarin Michιel αναφέρει ότι στην περιοχή της Κορώνης αφθονούσαν οι ελαιώνες οι οποίοι παρήγαγαν λάδι “εξαιρετικής ποιότητας”.
Ο ίδιος αναφέρει ότι καταμέτρησε σε όλη την βενετοκρατούμενη Πελοπόννησο 112 ελαιοτριβεία. Ενώ άλλες σύγχρονες πηγές αναφέρουν ότι μόνο στην επαρχία της Κορώνης ήταν σε ενέργεια 70-72 ελαιοτριβεία. Ένδειξη της διάδοσης της εντατικής ελαιοκαλλιέργειας στην νότια Μεσσηνία και της εκτίμησης της ποιότητας του λαδιού της.
ʼφθονες είναι οι ιστορικές πηγές της δεύτερης Βενετοκρατίας (1686-1715) που πιστοποιούν από την μια τίς αυξημένες διαστάσεις της ελαιοπαραγωγής στην Μεσσηνία κατά την πρώτη τουρκοκρατία καθώς και από την άλλη την αναπτυξιακή ελαιοκομική πολιτική των Βενετών.
Από το αρχείο Nani πληροφορούμαστε ότι το 1704 η παραγωγή του λαδιού στην βενέτικη Μεσσηνία ανερχότανε στα 16.139 βαρέλια (ίσως γύρω τους 1.000 τόνους) έναντι του συνόλου της πελοποννησιακής παραγωγής 19.159 βαρελιών.
Και είναι ακόμη πιο σημαντικό το γεγονός ότι από τα 16.139 βαρέλια η παραγωγή της Κορώνης ανερχότανε σε 8.000, της Μεθώνης 3.012, του Ναβαρίνου 2.007, της Κυπαρισσία 1.820 και της Ζαρνάτας 1.300 βαρέλια.
Επιβεβαιώνεται έτσι το βάρος που είχε, με τα 70 % της παραγωγής, η περιοχή της Κορώνης και της Μεθώνης στην ελαιοκομία της Μεσσηνίας στις αρχές του 18ο αιώνα.
Πράγμα που εξηγεί και τους λόγους της ανάπτυξης και της διάδοσης της Κορωνέικης ποικιλίας της ελιάς.
Έργο κι αυτή της ανθρώπινης εμπειρίας, της δεξιοσύνης. Καθώς και της μακροχρόνιας κουλτούρας της περιοχής που εκφράζεται σ’ όλες τις φάσεις της ελαιοκομικής αλυσίδας: στην καλλιέργεια, στην ελαιουργία, στην αποθήκευση και στην εμπορία.
Και δεν είναι τυχαίο ότι στην ίδια περιοχή της ανατολικής μεσσηνιακής ακτής είχε αναπτυχθεί και διατηρήθηκε μέχρι τα χρόνια μας (δεκαετία του 1950) η δεξιοτεχνία της παραδοσιακής αγγειοπλαστικής (που οι ρίζες της φτάνουν στην Μυκηναϊκή περίοδο) για την παραγωγή παντός είδους πιθαριών που προορίζονταν στην αποθήκευση του λαδιού. Αποτελεί κι αυτό ένα σημαντικό τεκμήριο της ύπαρξης ενός μακρόχρονου κοινωνικό-οικονομικού ιστού βασισμένου στην κουλτούρα της ελαιοκομίας.
Οι βενετοί μετά την αναχώρηση τους, το 1715, άφησαν στα μοθωκόρωνα μια ελαιοκομία βασισμένη στην μονοκαλλιέργεια.
Στην περίοδο αυτή η βενέτικη αγροτική πολιτική προκάλεσε την απογείωση της ελαιοκαλλιέργειας στην Πελοπόννησο με βαρύκεντρο την περιοχή της Κορώνης και της Μεθώνης αλλά και την διάδοσή της στην υπόλοιπη Μεσσηνία μέχρι την Κυπαρισσία (Αρκαδιά) κατά τις ιστορικές πηγές.
Με την απαρχή της δεύτερης τουρκοκρατίας η εμπορία του λαδιού ξαναπέρασε στα χέρια των άλλων ευρωπαϊκών χωρών άγγλων και ιδιαίτερα γάλλων.
Και σ’ αυτή την φάση η νότια Μεσσηνία κράτησε τον πρωτεύοντα ελαιοκομικό και εμπορικό ρόλο της. Στα μέσα του 18ου αιώνα, πράγματι, στην Κορώνη, στην Μεθώνη και στο Ναβαρίνο εγκαταστάθηκαν πολλοί εμπορικοί οίκοι που εμπορεύονταν λάδι από τους οποίους μόνο οι γαλλικοί ήταν καμιά δεκαπενταριά.
Η ανάπτυξη της υφαντουργίας στην Ευρώπη, κατά την πρωτοβιομηχανική καπιταλιστική φάση, απαιτούσε την παραγωγή σαπουνιού με αποτέλεσμα να ενισχύσει σημαντικά την ζήτηση του λαδιού κι επομένως του εμπορικού ανταγωνισμού.
Έτσι το 1729 οι ντόπιοι τούρκοι δημιούργησαν μια ισχυρή εμπορική εταιρεία στην Κορώνη που αγόραζε όλα τα λάδια της περιοχής. Σ’ αυτή προστέθηκε και η δραστηριότητα ελλήνων εμπόρων. Στο βαθμό που στα τέλη του 18ου αιώνα ο μεγάλος τοπικός ανταγωνισμός περιόρισε σημαντικά το ρόλο των γάλλων εμπόρων.
Το γεγονός αυτό προξένησε την αντίδραση των γαλλικών διπλωματικών κύκλων που δρούσαν στην περιοχή ενάντια στην προσπάθεια δημιουργίας σαπωνοποιείου στην Κορώνη από τον Σαράντο Παπαδόπουλο που είχε την υποστήριξη γάλλων εμποροβιομηχάνων. Κι αυτό γιατί θα προκαλούσε αύξηση της τιμής του λαδιού στην περιοχή. Και η προσπάθεια απέτυχε.
Αύξηση της τιμής του λαδιού είχε συμβεί και στην Κρήτη με την ανάπτυξη τοπικής σαπωνοποιίας.
Ας σημειωθεί ότι το γεγονός αυτό αποτέλεσε την αιτία της μετακόμισης των γαλλικών συμφερόντων στην Πελοπόννησο και ιδιαίτερα στην Κορώνη.
Οι εξαγωγές λαδιού από την Πελοπόννησο ενδιέφεραν όλους τους ευρωπαίους: Βενετούς, επτανησιώτες έλληνες, άγγλους ,γάλλους, ραγουζάνους, κροάτες, κ.ά.
Οι κροάτες ήταν οι πρώτοι που εγκαταστάθηκαν στην Καλαμάτα στο δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα και συγκέντρωναν ιδιαίτερα λάδι της Μάνης που το διοχέτευαν προς την Γερμανία.
Τότε αρχίζει κι ο ρόλος της Καλαμάτας και του λιμανιού της στο εμπόριο λαδιού και θα επικρατήσει στον μεσσηνιακό χώρο, μόνο μετά από έναν περίπου αιώνα, με την δημιουργία του Ελληνικού Κράτους.
Κατά ένα ανώνυμο γαλλικό έγγραφο του 1796 η συνολική παραγωγή λαδιού στην Πελοπόννησο ανερχόταν σε 43.400 βαρέλια. Απ’ αυτά η Μεσσηνία παρήγαγε 32.000 βαρέλια από τα οποία 13.500 βαρέλια έβγαζε μόνο η περιοχή της Κορώνης, 8.000 της Μάνης, 4.000 της Κυπαρισσίας, 3.000 της Καλαμάτας, 2.000 της Μεθώνης και 1 500 του Ναβαρίνου.
Κατά το πρώτο μισό του19ου αιώνα η Νότια Μεσσηνία κρατούσε τα σκήπτρα της ελαιοπαραγωγής. Και δεν είναι τυχαίο ότι σ’ αυτή ξέσπασε η οργή του Ιμπραήμ για να λυγίσει την επανάσταση καίγοντας πάνω από 60.000 ελαιόδεντρα.
Η βιομηχανική επανάσταση που ακολούθησε και εξαπλώθηκε στην Ευρώπη αύξησε σημαντικά την ζήτηση αγροτικών πρώτων υλών
Η ζήτηση αυτή καθώς και η δημιουργία του ελληνικού κράτους με την μετατροπή της Καλαμάτας σε διοικητικό κέντρο του νομού Μεσσηνίας μαζί και το το πρωτόγονο επίπεδο των χερσαίων συγκοινωνιών ευνόησαν την άνοδο του λιμανιού της Καλαμάτας, καίτοι ελάχιστα εξοπλισμένο, σαν το κυριότερο λιμάνι της Μεσσηνίας. στο οποίο βάραινε όχι μόνο η Μεσσηνία αλλά και η Λακωνία και η Αρκαδία.
Η ροή, το ποτάμι, του μεσσηνιακού λαδιού που είχε τις εκβολές του στα λιμάνια της νότιας Μεσσηνίας κι από κει έπερνε τον υδατόδρομο για την Ευρώπη, άλλαξε κατεύθυνση ανοίγοντας καινούργιες εκβολές στον κόλπο της Καλαμάτας.
Το λάδι όμως έμεινε το ίδιο.
Συγκεντρώθηκε λοιπόν σ’ αυτό όλη η εμπορική και εξαγωγική δραστηριότητα κι ήρθε η κατάπτωση των λιμανιών της νότιας Μεσσηνίας (Κορώνη, Μεθώνη και Ναβαρίνο).
Η βιομηχανική επανάσταση άλλαξε όμως και τα χαρακτηριστικά της αγοράς.
Η ανεπτυγμένη καπιταλιστική αγορά, όλο και περισσότερο ανταγωνιστική, οδήγησε και στην ένταση της προσοχής των εμπορικών φορέων και του καταναλωτικού κοινού προς την ποιότητα των προϊόντων.
Εδώ βρίσκεται η πηγή του ονόματος προέλευσης καλαματιανό που καθιερώθηκε αναφερόμενο περισσότερο στις βρώσιμες ελιές και κατ’ επέκταση στο λάδι.
Κι αυτό δεν είναι τυχαίο γιατί η επιβολή αυτού του ονόματος προέλευσης συνέπεσε με μια νέα φάση της εμπορίας, έκφραση της ανακατάταξης των καλλιεργειών στην Μεσσηνία και στην Πελοπόννησο αλλά και σ’ ολόκληρο το νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος.
Το νεοσύστατο ελληνικό Κράτος ήταν όλο τον 19ο αιώνα ελλειμματικό σε λάδι ενώ σε πολλές περιοχές όπως στην Μεσσηνία η ανταγωνιστική αύξηση της σταφιδοκαλλιέργειας, που ζητούσε περισσότερη απασχόληση, γινότανε σε βάρος της ελαιοκαλλιέργειας μέχρι ξεριζώματος των λιόδεντρων φαινόμενο δεν ελαττώθηκε ακόμη και με την μεγάλη κρίση της σταφιδοπαραγωγής του 1893.
Έτσι οι εξαγωγές από το λιμάνι της Καλαμάτα έβλεπαν στην πρώτη θέση όχι τό λάδι αλλά τις σταφίδες και τα σύκα
Πρέπει λοιπόν να φτάσουμε στα τελευταία μεταπολεμικά χρόνια όταν οι μεγάλες τεχνολογικές αλλαγές των αγροτικών καλλιεργειών πρώτα, το φούντωμα της μετανάστευσης (εξωτερικής και εσωτερικής) και τελευταία η είσοδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα δημιουργήσουν τις συνθήκες που θα μετατρέψουν την Μεσσηνία σε έναν απέραντο ελαιώνα.
Ένας αργυροπάσινος τάπητας- προϊόν δέκα αιώνων αγώνων, ιδρώτα, εμπειρίας, κουλτούρας -που προσφέρει σ΄ όλες μας τις αισθήσεις (ακόμη και στην ακοή, όταν οι ελιές γίνονται φλογέρες στα χέρια του μαΐστρου) εκτός από την χρωστική αναπαυτικότητα του. την χαϊδευτική απαλότητα του μεσσηνιακού λαδιού γνωστού σαν καλαματιανό.
Κάποιοι θέλησαν να κρατήσουν μια γωνία του τάπητα και να πετάξουν τον υπόλοιπο στην θάλασσα της παγκόσμιας αγοράς.
Αλλά… κάλλιο αργά παρά ποτέ.
Ο ελληνικός “υγρός χρυσός” που έγινε η παγκόσμια gourmet απόλαυση
‘Έχετε αντιληφθεί ότι όλοι οι διάσημοι chef όπως και όλα τα gourmet εστιατόρια του πλανήτη προτείνουν πλέον στους εκλεκτούς & πλούσιους πελάτες τους, μια διατροφική συνήθεια που χαρίζει… υγεία και μακροβιότητα ; Ποια είναι αυτή… Tο γνωστό σε εμάς τους Έλληνες ελαιόλαδο. Ενά προϊόν που αν και βρίσκεται σε σχετική αφθονία γύρω μας, τείνουμε και εμείς οι ίδιοι να το αντικαταστήσουμε, με άλλα χαμηλής αξίας έλαια, τη ίδια ώρα που σε όλο το κόσμο το αναγνωρίζουν ως το «Βασιλιά των Λαδιών».
Από την Αμερική, τη Μέση Ανατολή και την Αυστραλία μέχρι και τα βάθη της Κίνας, το ελαιόλαδο αποτελεί πηγή καλοζωίας και φυσικά προτιμάται από τους πλούσιους, καθώς η καλύτερη ποιότητα εισάγεται στις μακρινές ηπείρους, εισάγεται από μια “μικρή γωνιά” του κόσμου που ονομάζεται… Ελλάς! Και αν μέχρι σήμερα το υποτιμούσατε καιρός να αναθεωρήσετε, αφού υπάρχουν 20 απλοί αλλά πολύ σημαντικοί λόγοι για να το βάλετε δυναμικά και πάλι στη ζωή σας.
Ο 20λογος της Μακροζωίας:
Μια θέση στον κατάλογο της ʼυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας της UNESCO κατέχει πλέον η μεσογειακή διατροφή με προεξάρχουσα της ιστορικής Κορώνης. Η πρόταση, να συμπεριληφθεί η μεσογειακή διατροφή στο σχετικό κατάλογο της UNESCO είχε κατατεθεί κατόπιν πρωτοβουλίας της Ελλάδας, μαζί με τις κυβερνήσεις της Ισπανίας, της Ιταλίας και του Μαρόκου. Τελικά στις 19 Νοεμβρίου 2011, στο Ναϊρόμπι της Κένυας, αποφασίστηκε η καταχώρηση της 46 στον κατάλογο της ʼυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας, μεταξύ των οποίων είναι και το φλαμένκο, οι ανθρώπινες πυραμίδες της Καταλονίας (τα λεγόμενα “Καστέλς”), η γαλλική κουζίνα, η Όπερα του Πεκίνου κ.ά.
Όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση στην ιστοσελίδα της UNESCO, η μεσογειακή διατροφή απαρτίζεται από ένα σύνολο πρακτικών και παραδόσεων, γνώσης και δεξιοτήτων, που ξεκινούν από το χωράφι και καταλήγουν στο … τραπέζι.
Η μεσογειακή διατροφή -σημειώνεται- αφορά τη σοδειά, τη συγκομιδή, το ψάρεμα, τον τρόπο διατήρησης των τροφίμων, την επεξεργασία τους, την προετοιμασία και ιδιαίτερα τον τρόπο κατανάλωσής τους.
Η μεσογειακή διατροφή χαρακτηρίζεται από ένα διατροφικό μοντέλο, που παρέμεινε σταθερό στο χωροχρόνο και αποτελείται κυρίως από ελαιόλαδο, δημητριακά, φρέσκα ή ξερά φρούτα και λαχανικά, μέτριες ποσότητες ψαριού, κρέατος και γαλακτοκομικών, πολλά αρτύματα και καρυκεύματα, συνοδευόμενα ενίοτε από κρασί, με σεβασμό πάντα στις παραδόσεις της εκάστοτε κοινότητας.
Ωστόσο -επισημαίνεται στη σχετική ανακοίνωση- η μεσογειακή δίαιτα δεν αφορά μόνο το φαγητό. Προωθεί τις κοινωνικές σχέσεις, αφού τα γεύματα που ετοιμάζονται, με τη συμμετοχή πολλών ατόμων συνήθως, αποτελούν το θεμέλιο λίθο εορταστικών εκδηλώσεων και διαφόρων εθίμων και παραδόσεων.
Το σύστημα της μεσογειακής διατροφής έχει βαθιά τις ρίζες του στο σεβασμό της βιοποικιλότητας, ενώ ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στο ρόλο της γυναίκας για τη μετάδοση της γνώσης και πρακτικής σε ό,τι αφορά τον τρόπο αυτό διατροφής, από γενιά σε γενιά.
Βέβαια, είναι ευνόητο ότι η Κορώνη στην όλη προσπάθεια εκπροσωπεί ολόκληρη τη χώρα και τις τοπικές διατροφικές παραλλαγές που συγκροτούν την πλούσια σχέση των Ελλήνων με την τροφή. Γι’ αυτό και μια μακροπρόθεσμη αξιοποίηση των τοπικών παραλλαγών του ελληνικού διατροφικού πολιτισμού είναι σημαντική για κάθε τοπική κοινωνία, όχι μόνο για την Κορώνη. Παρ’ όλα αυτά, είναι εύλογο να αναρωτιέται κανείς ποια θα μπορούσαν να είναι τα οφέλη για μια τοπική κοινωνία, όπως αυτή της Κορώνης, από μια τέτοια προσπάθεια.
Η Κορώνη, η υπέροχη αυτή πελοποννησιακή πολιτεία, με το μοναδικό κάλλος, την απέραντη ιστορία και τις αυθεντικές παραδόσεις τιμήθηκε από την UNESCO ως Εμβληματική Κοινότητα της Ελλάδας για τη Μεσογειακή Διατροφή. Πρόκειται για έναν σπουδαίο θεσμό, στον οποίο συμμετέχουν χώρες της Μεσογείου με μεγάλη γαστρονομική παράδοση, όπως η Ισπανία, η Ιταλία και το Μαρόκο. Τα κριτήρια της επιλογής είναι αυστηρά και εξόχως τιμητικά για τις πόλεις που επιλέγονται: τα προϊόντα που παράγονται στην περιοχή πρέπει να είναι μοναδικά, οι συνταγές παρασκευής αυθεντικές και να υπάρχει μακραίωνη γευστική και διατροφική κουλτούρα. Η Κορώνη, με την εκπληκτική φύση και τα εξαίρετα προϊόντα της, διακρίθηκε δίκαια και συμπεριλήφθηκε στις πόλεις που αποτελούν πρότυπο διατροφικών παραδόσεων.
Η Κορωνέικη Ελιά, η οποία δίνει το ομώνυμο λάδι, θεωρείται από τις πλέον ωφέλιμες, εύγευστες και απολαυστικές ποικιλίες ελαιοκάρπου. Τα μεσσηνιακά κρασιά είναι περίφημα από την αρχαιότητα. Οι ιδανικές κλιματολογικές συνθήκες και η βαθιά γνώση των καλλιεργητών προσφέρουν στους ρέκτες του κρασιού τοπικούς οίνους με άριστες οργανοληπτικές ιδιότητες, αρώματα φρούτων, γεμάτα γεύση και ζωντανό χρώμα: Λευκά (ροδίτης, φιλέρι, Ασσύρτικο, Chardonay) ή κόκκινα (Φωκιανό, Μανδηλαριά, Carinian, Cabernet , Savignon), είναι όλα εξαιρετικά και φημισμένα.
Η καλλιέργεια του αμπελιού απασχολεί σήμερα 2000 περίπου άτομα και συλλέγονται 34.000 τόνοι σταφυλιών από τους οποίους παράγονται 27.000 τόνοι κρασιού. Στη Μεσσηνία επίσης παράγονται κάθε χρόνο 10.000 τόνοι εκλεκτής σταφίδας, σε αμπέλια έκτασης 45.000 στρεμμάτων. Αξιοσημείωτη επίσης είναι η ύπαρξη, στην ευρύτερη περιοχή, σπάνιων αρωματικών βοτάνων και χόρτων, που προσδίδουν μοναδικό χαρακτήρα και γεύση στην παραδοσιακή μαγειρική.
Εκπρόσωποι των κοινοτήτων που έχουν διακριθεί από την UNESCO συναντώνται κάθε χρόνο, ανταλλάσσουν εμπειρία και τεχνογνωσία, επιβεβαιώνουν τους άρρηκτους πολιτιστικούς δεσμούς της Μεσογείου και προάγουν την γευστική κουλτούρα αυτής της μοναδικής γωνιάς της γης. Κατά τις τετραήμερες κοινές εκδηλώσεις αναπτύσσονται διάφορες θεματικές, όπως η σύνδεση της ελιάς και του κρασιού με τον πολιτισμό, οι τρόποι διάδοσης του μεσογειακού διατροφικού μοντέλου, οι αναπτυξιακές προοπτικές της αγροτοτουριστικής επιχειρηματικότητας και λοιπά.
Κορώνη: Πρέσβειρα της Μεσογειακής Διατροφής